λίγος

λίγος
-η, -ο
1. όχι πολύς στον αριθμό ή την ποσότητα: Το μωρό ήπιε λίγο γάλα και κοιμήθηκε.
2. παροιμ. φρ., «Όποιος γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα», για άπληστους ανθρώπους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • λιγεύω — [λίγος] μειώνομαι ως προς την ποσότητα ή το μέγεθος, λιγοστεύω …   Dictionary of Greek

  • παύρος — ον, Α (χωρίς θηλυκό βλ. παυράς) 1. μικρός, βραχύς («παύρῳ δ ἔπει θήσω φανέρ «, Πίνδ.) 2. (για χρόνο) λίγος, μικρός, βραχύς, σύντομος, γοργός («παῦρον τέλος βιότοιο», Εμπ.) 3. (ποιητ.) λίγος («παῦροι ἄνδρες», Θέογν.) 4. (το ουδ. εν. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • χυλάριον — τὸ, Α λίγος χυλός, λίγος χυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] …   Dictionary of Greek

  • ολίγος — ολίγος, η, ο και λίγος, η, ο 1. μικρός σε αριθμό, πλήθος, ποσότητα: Έναν καφέ με ολίγη. – Λίγο σιτάρι. 2. μικρός σε μέγεθος, έκταση, ένταση: Λίγο το οικόπεδο. – Λίγο το κακό. 3. μικρός σε διάρκεια, σύντομος: Λίγος καιρός. – Λίγη ώρα έχει που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Плутархос, Яннис — Яннис Плутархос Γιάννης Πλούταρχος …   Википедия

  • Κουτσόβλαχος — ο, θηλ. Κουτσοβλάχα στον πληθ. οι Κουτσόβλαχοι λατινόφωνοι κάτοικοι με ελληνική συνείδηση χωριών τής Θεσσαλίας, Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, Βόρειας Ηπείρου κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με την προέλευση τής λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”